Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποικιλόχρωμος παρδαλός (

См. также в других словарях:

  • παρδαλός — ή, ό 1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης 2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος 3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές 4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος 5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή γυναίκα ελευθέριων ηθών.… …   Dictionary of Greek

  • παρδαλός — ή, ό 1. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος: Παρδαλά ρούχα. 2. ασαφής, μπερδεμένος, σκοτεινός: Μου τα είπε κάπως παρδαλά. 3. το θηλ. ως ουσ., παρδαλή γυναίκα άσεμνη: Στα μεγάλα λιμάνια βρίσκεις πολλές παρδαλές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ποικίλα χρώματα, αλλ. πολύχρωμος, παρδαλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθεσίχρως — ἀνθεσίχρως, ο, η (Α) ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός …   Dictionary of Greek

  • ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • κατάστικτος — η, ο (AM κατάστικτος, ον) [καταστίζω] 1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός 3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος αρχ. 1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από… …   Dictionary of Greek

  • μικτόχρους — μικτόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα, ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικτός + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ποικιλό χρους] …   Dictionary of Greek

  • στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»